- ἀποθρίξασθαι
- ἀποθερίζωcut offaor inf mid
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποθερίζω — (AM ἀποθερίζω) νεοελλ. ολοκληρώνω, τελειώνω το θέρισμα μσν. (αόρ. ἀπέθριξα, μέσ. ἀποθρίξασθαι κουρεύω σύρριζα, κείρω μοναχό, κουρεύω για να περιβληθεί το μοναχικό σχήμα (αρχ) 1. αποκόπτω 2. θερίζω, σκοτώνω … Dictionary of Greek